πλακούς

πλακούς
Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς λοβούς ή κοτυληδόνες. Διαμέσου του π. συνδέεται το ωό με τη μήτρα και έτσι εξασφαλίζεται η θρέψη και η αναπνοή του εμβρύου. Μετά τον τοκετό η μήτρα κάνει συσπάσεις που προκαλούν αποκόλληση του π., ο οποίος ως ξένο σώμα πια προκαλεί συνεχείς συσπάσεις στη μήτρα και τελικά αποβάλλεται. Ο π. θεωρείται όργανο ημιεμβρυακής και ημιμητρικής προέλευσης και δεν παρατηρείται παρά μόνο στα ανώτερα θηλαστικά. Τα μαρσιποφόρα και τα μονοτρήματα δεν έχουν π., με μόνη εξαίρεση το μαρσιποφόροΠαραμέληςπου παρουσιάζει όργανο κύησης, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόδρομος του π. Σε ορισμένες τάξεις ευθηρίων (ξέναρθρα, κητώδη, περισσοδάκτυλα και αρτιοδάκτυλα) το εμβρυακό τμήμα του π. αποχωρίζεται αυτόματα κατά τον τοκετό, ενώ σε άλλες τάξεις (προβοσκιδοειδή, τρωκτικά, σαρκοφάγα, πρωτεύοντα) η στερέωση του π. είναι τόσο ισχυρή, ώστε στη διάρκεια του τοκετού ένα μέρος της μήτρας σχίζεται και παρασύρεται, συνοδεύεται μάλιστα από ελαφρά αιμορραγία. Το σχήμα του π. ποικίλλει: διάχυτο στη φοράδα, κοτυληδωτό στην αγελάδα, ζωνοειδές στη γάτα, δισκοειδές στη γυναίκα κλπ.
* * *
ο / πλακοῡς, -οῡντος, ΝΜΑ, και πλακούντας Ν
είδος εδέσματος που παρασκευάζεται από ζύμη με την προσθήκη άλλων υλικών, και το οποίο έχει σχήμα πλατύ, η πίτα
νεοελλ.
1. κάθε είδος μικρού γλυκίσματος από ζυμάρι
2. κάθε πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη μάζα
3. (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το έμβρυο με τη μήτρα τής μητέρας, διά μέσου τού οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές τού αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή συνεργασία εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών τής μήτρας
4. βοτ. α) το τμήμα τής επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο είναι προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες
β) (κατ' επέκτ.) ο ιστός με τον οποίο τα σπόρια και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό
γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο υπόλειμμα το οποίο παραμένει μετά την απομάκρυνση, με τη μέθοδο τής έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η ελαιόπιτα ή ο ελαιοπλακούντας
αρχ.
ο σπερματικός τύπος τής μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακόεις* με συναίρεση (βλ. και -όεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλακοῦς — πλακόω face with pres ind act 2nd sg (doric) πλακοῦς flat cake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακοῦντ' — πλακοῦντα , πλακόω face with pres part act neut nom/voc/acc pl πλακοῦντα , πλακόω face with pres part act masc acc sg πλακοῦντι , πλακόω face with pres part act masc/neut dat sg πλακοῦντι , πλακόω face with pres ind act 3rd pl (doric) πλακοῦντε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακουντίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού πλακούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • πλακουντοποίηση — η, Ν βοτ. τρόπος σύνδεσης μιας σπερματικής βλάστης στο τοίχωμα τής ωοθήκης μέσω τού πλακούντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακούς, ούντος + ποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. placentation < λατ. placenta <… …   Dictionary of Greek

  • Placenta — For the ancient Roman bread, see placenta (food). For the placenta of fruit, see placentation. Placenta Placenta Precursor …   Wikipedia

  • History of pizza — Pizza has a long, complex and uncertain history that often inspires heated debate. Pizza as we know it today began in Naples in the Campania region of Italy, but the exact sequence through the many flavoured flatbreads of the ancient and medieval …   Wikipedia

  • Placenta — Le placenta et le cordon ombilical. On remarque la forte vascularisation de la membrane. Le placenta est un organe unique qui connecte physiquement et biologiquement l embryon en développement à la paroi utérine. Durant toute la grossesse, le… …   Wikipédia en Français

  • NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLACENTA — an a placo, quod eâ solerent Antiqui Deos placere; an a placeo? Graece πλακόεις, an a πλὰξ, κὸς, quod in tabulam extenderetur? Certe, sicut ditiores hostiis animalium Deorum numina sibi propitia reddere satagebant, ita egenos, Placentis hâc fini… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SAMIA — absolute pro Samia placema, quae apud Veteres magno in pretio habebantur. Tertullian. adv. Marcionem l. 3. Non tamen, ut de glebis credas te unquam placentas et Samias coacturum. Graecis Σάμιος πλακοῦς. Item pro cote Samia. Cuiusmodi testâ seu… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”